πολεμάρχειος

πολεμάρχειος
-ον, ουδ. και -εῖον και πολεμάρχιον, Α [πολέμαρχος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολέμαρχο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολεμάρχειον ή πολεμαρχεῖον ή πολεμάρχιον
η κατοικία τού πολεμάρχου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολεμάρχειον — πολεμάρχειος of masc/fem acc sg πολεμάρχειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμαρχείου — πολεμάρχειος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμαρχείον — ή πολεμάρχιον, τὸ, Α βλ. πολεμάρχειος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”